- τρυφοκαλασιρις
- τρυφοκαλάσιριςτρῠφο-καλάσιρις-εως ἥ роскошное платье Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τρυφοκαλάσιρις — ίριδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) μαλακό και πολυτελές γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + καλάσιρις «μικρός λινός χιτώνας τών Αιγυπτίων»] … Dictionary of Greek